10.5.11

ΙΩΑΝΝΗ ΣΙΣΙΟΥ: Βυζαντινό κάστρο


Έκθεση μετά από σωστική ανασκαφή στην θέση «Αρματωλός»


Γύρω στα 4 χιλιόμετρα βόρεια του χωριού Κορομηλιά, στην θέση "Αρματωλός", εντοπίσαμε ερείπια κάστρου, στα πλαίσια της έρευνας που προηγήθηκε της χάραξης του οδικού άξονα "Χάνι Μπρίκι - Κορομηλιάς". Η συγκεκριμένη οχύρωση βρίσκεται σε ύψωμα 900 μ., ακριβώς πάνω από τον Λειβαδοπόταμο και κατέχει σημαντική στρατηγική θέση. Είναι το σημείο από το οποίο ελέγχεται το πέρασμα του φαραγγιού και ίσως νευραλγικός χώρος της αρχαίας διαδρομής που οδηγούσε μέσω Κορυτσάς στην Αυλώνα.
Το φυσικό πλάτωμα που δημιουργείται καταλαμβάνει μία έκταση περίπου είκοσι στρεμμάτων και αποτελεί συγχρόνως το κυρίως οχυρωματικό έργο, αφού αξιοποιεί τις φυσικές κλίσεις του εδάφους. Από άποψη οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, η θέση και ο περιορισμένος χώρος φανερώνουντις στρατιωτικές αμυντικές ανάγκες μίας συγκεκριμένης εποχής, που δεν ήταν απλώς να προστατεύσουν έναν οικισμό, αλλά να οργανώσουν ένα πλέγμα ισχυρών προφυλακίων για την αναχαίτιση των μόνιμων επιδρομέων που έφθαναν στην Καστοριά μέσω αυτής της οδού.
Η οπτική επαφή με ανάλογο προφυλάκιο που βρίσκεται βορειότερα σε ύψωμα ανάμεσα στα χωριά Βατοχώρι και Γάβρος (θέση "Κάλε"), φανερώνει την κατασταλαγμένη αντίληψη της οχυρωματικής επινοητικότητας. Άλλωστε γενικά στην περιοχή της βυζαντινής Μακεδονίας παρατηρείται εντυπωσιακό μέγεθος οχυρών προφυλακίων, επειδή αυτή ήταν αντικείμενο θερμής διεκδίκησης από το Βυζάντιο, την Βουλγαρία και την Σερβία, όπως μαρτυρούν τα καταγεγραμμένα ερείπια αυτών των οχυρών.

Οι ιστορικές πηγές για τα φρούρια της Καστοριάς είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Στις αναφορές που γίνονται για τα κάστρα της ευρύτερης περιοχής από τον Σκυλίτζη, δεν αναγνωρίζουμε κάποιο από τα προαναφερόμενα. Αντίθετα για τα γνωστά κάστρα του Λογγά και των Βοσογράδων, που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, γίνεται περιγραφή από τον συγκεκριμένο ιστορικό για τον τρόπο καταστροφής τους από τον Βασίλειο Β', επειδή αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τον τσάρο Σαμουήλ. Αξίζει να παραθέσουμε αυτούσιο το κείμενο του Σκυλίτζη:

   «Εν ή τον λαόν διαναπαύσας, έαρος επιστάντος άρας εκ Μοσυνουπόλεως είσεσιν εις Βουλγαρίαν και περικαθίσας φρούριον το λεγόμενον Λογγάν είλε πολιορκία. Δαβίδ δε τον Αριανίτην και Κωνστάντιον τον Διογένην εις τας κατά Πελαγονίαν πεδιάδας εκπέμψας ζώων πολλών και αιχμαλώτνω εγένετο κύριος. Το δε ληφθέν φρούριον εμπρήσας ο βασιλεύς και τριχή τους αλόντας μερισάμενος και μίαν μεν μερίδα τοις συμμαχούσι παρεσχηκώς Ρως, ετέραν δε Ρωμαίοις και άλλην εαυτώ παρακατασχών, εχώρι προσωτέρω και μέχρι Καστορίας ελθών και της πόλεως αποπειραθείς, ως ήσθετο ανεπιχείρητον αυτήν ούσαν, υπέστρεψεν. Εδέξατο γαρ το γράμμα του στρατηγούντος εν Δοροστόλω Τζοτζικίου του υιού του πατρικίου Θευδάτου του Ίβηρος, ως ο Κρακράς λαόν ότι πλείστον αθροίσας και τω Ιωάννη ενωθείς, προσλαβόμενοι δε και Πατζινάκας, μέλλουσιν εισβολήν κατά Ρωμανίας ποιήσασθαι. Τούτω τω γράμματι θορυβηθείς επανήει δια ταχέων. Εν τω παριέναι δε το φρούριον είλε τα Βοσόγραδα και ενέπρησε, και την Βέρροιαν επικτήσας, δηώσας δε και κατερειπώσας τα πέριξ Οστροβού και Μολισκού, έστη του προσωτέρω ιέναι».

Τα γεγονότα των αρχών του 11ου αιώνα ήταν καθοριστικά για την τύχη της περιοχής, τόσο στο θέμα της στρατιωτικής θωράκισης, όσο και της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της αρχιεπισκοπής Αχρίδας. Ήδη από το 990 υπάρχουν πληροφορίες για την κατοχή της Καστοριάς από τους Βουλγάρους μέχρι την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου στα 1015/16.
Η πόλη της Καστοριάς προκειμένου να διαφυλάξει τις διόδους επικοινωνίας της, είχε οργανώσει ένα οχυρωματικό δίκτυο, το οποίο κάλυπτε με ασφάλεια όχι μόνο την ίδια την πόλη, αλλά και τις άλλες γειτονικές περιοχές με τις οποίες είχε αναπτύξει εμπορικές σχέσεις. Ήδη από τον 11ο αιώνα, στις πηγές αναφέρεται ο Ιωάννης Δουκίτζης, ύπατος και στρατηγός, που ήταν υπεύθυνος για την άμυνα της περιοχής, διαπίστωση που βγαίνει και από τα λεγόμενα του ιστορικού Σκυλίτζη, όταν γράφει ότι η πόλη ήταν έδρα στρατηγού. Η ετοιμότητα και η οργανωμένη αντιμετώπιση των επιδρομών, είχαν ως αποτέλεσμα την απόκρουση της πολιορκίας του στρατηγού Πετρίλου στα 1071, σύμφωνα με τον συνεχιστή του Σκυλίτζη.

Την καλή λειτουργία της άμυνας της περιοχής, φαίνεται ότι οργάνωσε και επέβλεψε προσωπικά ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος, ο οποίος διέβλεψε τους μελλοντικούς κινδύνους, που έγιναν αισθητοί λίγο αργότερα στα 1082 με την κατάληψη της Καστοριάς από τον Βοημούνδο, γυιο του αρχηγού των Νορμανδών Ροβέρτου Γυϊσκάρδου.
Η διαδρομή που ακολούθησαν οι Νορμανδοί για να φτάσουν από τα παράλια της Αδριατικής στην ηπειρωτική Ελλάδα, ήταν φυσικό να επιλεγεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην παρακάμπτει την Καστοριά, αφού ακόμη και σήμερα οι ορεινοί όγκοι επιτρέπουν μόνο συγκεκριμένες πορείες, τις οποίες όμως ήλεγχαν τα προφυλάκια.
Η επιτυχημένη ή αποτυχημένη απόκρουση των επιδρομών, οπωσδήποτε συνδέονταν με την έγκαιρη προετοιμασία και οργάνωση της άμυνας σ' όλα τα στάδια. Αυτό φαίνεται καλλίτερα εξετάζοντας λεπτομερώς την ανακατάληψη της πόλης από τον Αλέξιο Α' Κομνηνό την επόμενη χρονιά (1083), ο οποίος έπρεπε να κάνει απόβαση με πλοιάρια από την ανατολική πλευρά της χερσονήσου, προκειμένου να αιφνιδιάσει τους Νορμανδούς.
Στην τοπογραφική περιγραφή της Άννας Κομνηνής, γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στον δρόμο Καστοριάς-Αυλώνας, ο οποίος εκείνη την χρονική περίοδο χρησιμοποιούνταν συχνά στις εμπορικές συναλλαγές.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την αναφορά, κοιτάζοντας από τον Άγιο Γεώργιο της Πολιτείας προς τα δυτικά, παρατηρούμε την αρχή του δρόμου της Αυλώνας. Παρακολουθώντας την κοίτη του Λιβαδοπόταμου από την εκβολή του στον Αλιάκμονα (κάμπος Κορομηλιάς) μέχρι την διασταύρωση Κρυσταλλοπηγής, είμαστε αναγκασμένοι να διαβούμε από το στρατηγικό σημείο του "Αμαρτωλού". Αυτό το ισχυρό οχυρωματικό δίκτυο, αντιμετώπισαν και οι σταυροφόροι της Α' Σταυροφορίας στις 25 Δεκεμβρίου 1096, οι οποίοι μετά την αντίσταση της Καστοριάς κατέφυγαν σε λεηλασίες κατευθυνόμενοι προς την Πελαγονία.
Η εξασφάλιση της ηρεμίας της περιοχής για έναν περίπου αιώνα μετά τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, σχετίζεται ακόμη με την οικονομική και πολιτιστική της ακμή, αφού όπως αφήνεται να διαφανεί θεωρούνταν μεγάλη τιμή στα μέσα του 12ου αιώνα, η διοίκηση του θέματος Καστορίας, από τον δούκα Ανδρόνικο Κομνηνό. Η προνομιακή εμπλοκή των Βενετών με το χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ' Αγγέλου (1198) στην εμπορική κίνηση της περιοχής, έδωσε νέες διαστάσεις στην χρησιμοποίηση αυτής της οδικής αρτηρίας.

Το καθεστώς της Καστοριάς παρέμεινε αδιευκρίνιστο κατά την διάρκεια της φραγκοκρατίας, κατά την οποία ενώ έπρεπε να αποδοθεί στους Λατίνους, σύμφωνα με την "Paritio Terrarum Imperii Romaniae", δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι πράγματι αυτό έγινε. Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ελέγχονταν από το δεσποτάτο της Ηπείρου, που είχε και την ευκολότερη πρόσβαση στην περιοχή με εμβόλιμα μικρά διαλείμματα, στα οποία έκαναν την εμφάνισή τους οι Βούλγαροι και πιο συγκεκριμένα η δυναστεία των Ασάνηδων.
Η χρησιμοποίηση του δρόμου Καστοριάς - Αυλώνας, έγινε και κατά την οπισθοχώρηση του Μιχαήλ Β', όταν απωθήθηκε από τα στρατεύματα του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου την άνοιξη του 1259.
Πολύ κοντά στην περιοχή αυτή, ανάμεσα δηλαδή στην Καστοριά και την Πελαγονία, υπέστη ο Μιχαήλ Β' την πιο ταπεινωτική ήττα από την οποία δεν συνήλθε ποτέ. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και μέχρι την πρώτη σερβική κατάκτηση στα 1334, η περιοχή απολαμβάνει μία σχετική ηρεμία, αφού την διοικούν οι θεσσαλοί Δούκες, παππούς και εγγονός, για τους οποίους αντλούμε πληροφορίες από τα αρχεία της Βενετίας (Ιωάννης Δούκας και Ιωάννης Δούκας Β').
Αυτή η ηρεμία διαταράχθηκε μόνο κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου των Παλαιολόγων. Η οριστική επικράτηση των Σέρβων, επιτεύχθηκε στα 1342/3 από τον τσάρο Ντούσαν, ο οποίος κατέστρεψε αρκετά χωριά γύρω από την Καστοριά, παραδίδοντας την διοίκηση της πόλης στον Ζουπάνο Νικόλαο ή τον Βούλκο, σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη (…ο βασιλεύς από της των Σκοπίων πόλεως ωρμημένος, έχων μεθ' εαυτού άνδρας τε τα εις πόλεμον αγαθούς και στρατιάν ου φαύλην, πρώτα μεν τα περί Καστορίαν κατεστρέψατο χωρία…).

Μετά τον θάνατο του τσάρου Ντούσαν (1355), ο αδελφός του και διεκδικητής του θρόνου Συμεών Ούρεσης Παλαιολόγος, αυτοανακηρύχθηκε σε βασιλέα των Σέρβων, Ρωμαίων και παντός Αλβανού.
Στην στρατιωτική σύγκρουσή του με τον Νικηφόρο Β' Orsini στα 1356, ο Συμεών «εν Καστορία γενόμενος και ταύτην ειληφώς παραυτίκα και φρούρια τινά και πόλεις και χώρας πλείστας, εν τη Καστορία την οίκησιν εποιήσατο», που σημαίνει ότι στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο έγιναν αρκετές αλλαγές στο επίπεδο της στρατιωτικής οργάνωσης με την εγκατάλειψη φρουρίων και οχυρωμένων οικισμών και την μεταφορά τους στην ίδια την πόλη.

Μετά από αυτήν την σύντομη ιστορική επισκόπηση, μπορούμε να εκθέσουμε τα αποτελέσματα της σωστικής ανασκαφικής έρευνας σ' αυτό καθ' εαυτό το οχυρωμένο προφυλάκιο του "Αμαρτωλού". Η σωστική ανασκαφική έρευνα άρχισε από ένα σημείο της νοτιοδυτικής πλευράς, όπου έγινε και η μερική καταστροφή του τείχους στα πλαίσια της διάνοιξης των βοηθητικών δρόμων που θα βοηθούσαν στην οριστική χάραξη. Από το σημείο αυτό πρόκειται να περάσει και ο οδικός άξονας σύμφωνα με την μελέτη.
Το τείχος είναι κτισμένο με ντόπιους ασβεστόλιθους ποικίλων χρωματικών διαβαθμίσεων και συνδετικό υλικό άφθονο λευκόφαιο ασβεστοκονίαμα. Έχει πάχος 1 μ. (τρεις βυζαντινούς πόδες) και παρακολουθεί το ανάγλυφο του εδάφους με τις φυσικές κλίσεις του. Η κάτοψη του τείχους είναι ελλειψοειδής με τις μακριές πλευρές βόρεια και νότια. Η ανατολική πλευρά είναι η απότομη και απροσπέλαστη, με φυσικά κομμένους βράχους που καταλήγουν στο κατώτερο σημείο στην κοίτη του ποταμού. Είναι η περιοχή στην οποία εντοπίστηκαν και αρκετές σπηλιές με ενδείξεις για χρησιμοποίησή τους ως ασκητήρια. Στην πλευρά αυτή, η οχύρωση είναι ασθενέστερη, ενώ στην δυτική όπου φαίνεται ότι ήταν η είσοδος, η κατασκευή του τείχους είναι επιμελημένη με την πιθανότητα ύπαρξης πύργων. Η μοναδική πλευρά που προσφέρει άνετη πρόσβαση είναι η δυτική. Η ύπαρξη κτηρίων στο σημείο αυτό είναι αναμενόμενη, παρατηρώντας τους σωρούς κατεστραμμένης λιθοδομής, γιατί θα χρειάζονταν για τον στρατωνισμό της εγκατεστημένης φρουράς. Η βόρεια και η νότια παρουσιάζουν απότομες κλίσεις και πλούσια βλάστηση. Στην νότια πλευρά έχουμε τις μεγαλύτερες καταστροφές, ίσως από φυσικές αιτίες ή την χρόνια λιθορυχία.
Ύστερα από ορισμένες ανασκαφικές τομές που έγιναν στο σημείο που περιγράψαμε και το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι λίγο απομακρυσμένο από τον πυρήνα του οχυρού, τα κινητά ευρήματα είναι λιγοστά και αφορούν κυρίως όστρακα κεραμικής. Μπορούμε να τα εντάξουμε σε τέσσερις βασικές κατηγορίες, οι οποίες βοηθούν και στην χρονολόγηση της χρησιμοποίησης του κάστρου.
Στην πρώτη κατηγορία, ανήκουν η αμαυρόχρωμη κεραμική που προέρχεται από χρηστικά αντικείμενα κοινώς τσουκάλια και τα χονδροειδή όστρακα από κεραμικές πλάκες και κεραμίδια. Τα κομμάτια λαβών και βάσεων αυτών των κεραμικών σκευών, νομίζουμε ότι εκπροσωπούν την μεσοβυζαντινή περίοδο, παίρνοντας ως συγκριτικό στοιχείο την ανάλογη κεραμική που βρέθηκε στο κάστρο του Λογγά.
Στην δεύτερη κατηγορία, ανήκουν τα τμήματα εγχάρακτου εφυαλωμένου κεραμικού (πιθανόν κανάτι). Η εγχάρακτη διακόσμηση με ελικοειδή μοτίβα, εφαρμόζεται πάνω σε κόκκινο πηλό που φέρει επένδυση από άσπρο επίχρισμα. Οι ελικοειδείς βλαστοί με πολύπλοκους συνδυασμούς γύρω από τα τοιχώματα του αγγείου, δίνουν ένα κομψό αποτέλεσμα το οποίο αγγίζει τα επιτεύγματα της κομνήνειας περιόδου.
Στην τρίτη κατηγορία, ανήκουν τμήματα εγχάρακτου αγγείου (πιθανόν κούπα) με μία σχετική χρωματική ποικιλία. Τα χρώματα που μπαίνουν με απλωτές πινελιές πάνω στην ανοιχτόχρωμη επιφάνεια του κεραμικού είναι το καφεκίτρινο οξείδιο του σιδήρου και το πράσινο οξείδιο του χαλκού. Την τάση αυτή στην διακόσμηση των εγχάρακτων κεραμικών, παρατηρούμε σε μία χρονική περίοδο ανάμεσα στον 12ο και 13ο αιώνα. Είναι η περίοδος στην οποία συντελούνται αρκετές αλλαγές στον τρόπο διακόσμησης της βυζαντινής εγχάρακτης κεραμικής, με κυριότερο χαρακτηριστικό τον εμπλουτισμό σε χρώματα, που προέρχεται πιθανόν από την επαφή με την δύση.
Την τέταρτη κατηγορία, εκπροσωπούν κομμάτια αγγείου (πιθανόν κούπας), ημισφαιρόμορφης μεσαίου μεγέθους με λοξά τοιχώματα. Το αγγείο αυτό έχει κόκκινο πηλό με άσπρο επίχρισμα στην εσωτερική επιφάνεια και το χείλος, ενώ η εφυάλωση στην εξωτερική επιφάνεια γίνεται με αδρή χάραξη και το διακοσμητικό θέμα περιορίζεται στον σχηματισμό διαφόρων πλοχμών. Οι πινελιές του πράσινου χρώματος στο εγχάρακτο αγγείο, θυμίζουν ανάλογες κεραμικών εργαστηρίων από το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα.
Επιπλέον βρέθηκαν αρκετά χειροποίητα καρφιά, τα οποία πιθανόν να είχαν χρησιμοποιηθεί για την στερέωση των ξυλοδεσιών, κυρίως στα ανώτερα σημεία του τείχους, ή την στέγαση κτηρίων και πύργων.
Η ποικιλία των ανευρεθέντων κεραμικών και η πρώτη χρονολογική προσέγγισή τους, μας οδηγούν στην αρχική διαπίστωση ότι το συγκεκριμένο κάστρο, χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον από την μεσοβυζαντινή περίοδο ως τα τέλη του 14ου αιώνα. Βέβαια η περιορισμένη χρονικά σωστική ανασκαφική έρευνα, δεν ήταν δυνατόν να προσκομίσει περισσότερα στοιχεία. Αυτό πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνει στα πλαίσια μίας συστηματικής ανασκαφής, που θα αγγίξει και τον κορμό του κάστρου.
Οπωσδήποτε εκείνο που έχει ξεχωριστή αξία μετά την προηγηθείσα έρευνα, είναι η σύμπτωση της σκέψης του σύγχρονου μελετητή μ' αυτήν του βυζαντινού, για την δυνατότητα χάραξης μιας οδικής αρτηρίας, η οποία θα παρακάμπτει τους δύσβατους ορεινούς όγκους και θα παρέχει μία σχετική ασφάλεια.



Δημοσιεύθηκε (με φωτογραφικό υλικό) στην ΟΔΟ στα φύλλα 157 και 158 της 24ης και 31ης Ιανουαρίου αντίστοιχα του 2002.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ